- ξαγριεύω
- και ξαγριεύγω1. κάνω κάποιον άγριο, εξαγριώνω, εξοργίζω, εξερεθίζω2. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι («τα μάτια ξαγριέψασι, καρβούνω σπίθες βγάνου», Ερωτόκρ.)3. καταλαμβάνομαι από φόβο, αγριεύω από φόβο4. (για αγρό) γίνομαι χέρσος, άγριος, γεμάτος ζιζάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αγριεύω (βλ. και επιτ. ξ[ε]-), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.